σεντεφένιος

σεντεφένιος
και σιντεφένιος και συντεφένιος, -α, -ο, Ν [σεντέφι]
κατασκευασμένος από σεντέφι, από μαργαρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεντεφένιος, -ια, -ιο — φτιαγμένος από σεντέφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαργαριταρόρριζος — μαργαριταρόρριζος, η, ον (Μ) αυτός που είναι κατασκευασμένος ή στολισμένος με μάργαρο, με σεντέφι, σεντεφένιος («χρυσὰ ἦσαν τὰ φουντώματα... καὶ μαργαριταρόρριζος ὁ θαυμαστὸς ὁ πίρος», Διήγ. εις τους κρασοπατέρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι +… …   Dictionary of Greek

  • σιντεφένιος — α, ο, Ν βλ. σεντεφένιος …   Dictionary of Greek

  • συντεφένιος — α, ο, Ν βλ. σεντεφένιος …   Dictionary of Greek

  • φιλντισένιος — και φιλδισένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από φίλντισι, σεντεφένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλντισι + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαλαματ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • μαργαριταρένιος, -ια, -ιο — κατασκευασμένος ή κοσμημένος με μαργαριτάρια, σεντεφένιος: Στην επέτειό τους της χάρισε ένα μαργαριταρένιο κολιέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιντεφένιος, -ια, -ιο — βλ. σεντεφένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”